- γδικιωμός
- ο [γδικιώνω]1. εκδίκηση2. (στη Μάνη) βεντέτα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γδικιωμός — ο η εκδίκηση, η ανταπόδοση κακού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκδίκηση — η η ανταπόδοση κακού, ο γδικιωμός, η ρεβάνς: Πήρε εκδίκηση για το φόνο του πατέρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεδικιωμός — ο εκδίκηση, γδικιωμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)